- κατάστημα
- το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα)νεοελλ.1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμόςμσν.1. εγκατάσταση, διαμονή2. ενέργεια, πράξη, εγχείρημα3. καθορισμένο ποσόνμσν.-αρχ.ατμοσφαιρική κατάσταση, καιρόςαρχ.1. η κατάσταση, η διάθεση, σωματική ή πνευματική ή ψυχική, στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κάτι, το πώς έχει και βρίσκεται2. η διεύθυνση τού ανέμου, ο άνεμος3. διαγωγή, τρόπος, συμπεριφορά4. πολιτική κατάσταση, πολίτευμα5. η θέση, η κατάσταση μιας υπόθεσης6. αστρολ. η θέση, η διάταξη τών αστέρων7. η φυσική διάταξη τών κοσμικών στοιχείων8. εκκλ. σχήμα, περιβολή, στολή, ενδυμασία9. η έκφραση τού προσώπου, η όψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθίστημι. Η αρχική σημ. «κατάσταση» εξελίχθηκε σε «καθίδρυμα» και εξειδικεύθηκε σε «μαγαζί». Παρόμοια εξειδίκευση τής σημ. συναντάμε στο αγγλ. establishment «καθίδρυμα, κατάστημα»].
Dictionary of Greek. 2013.